- στηθάριον
- στηθάριονbustneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στηθαρίου — στηθάριον bust neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηθάρια — στηθάριον bust neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηθάρι — το / στηθάριον, ΝΜΑ [στῆθος] προτομή νεοελλ. μσν. προστερνίδιο ίππου … Dictionary of Greek
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek